προϋπηρεσία

προϋπηρεσία
η
η προηγούμενη υπηρεσία: Ορισμένες προϋπηρεσίες είναι συντάξιμες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προϋπηρεσία — η, Ν [προϋπηρετώ] προηγούμενη υπηρεσία, υπηρεσία σε άλλον οργανισμό ή σε άλλη θέση ή αρμοδιότητα …   Dictionary of Greek

  • βιογραφικό σημείωμα — Έγγραφο για επαγγελματική χρήση, στο οποίο αναγράφονται βασικές πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Συντάκτης του είναι συνήθως ο ίδιος ο βιογραφούμενος, ο οποίος και το απευθύνει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που του το έχει ζητήσει για… …   Dictionary of Greek

  • Μόντι Πάιθον — (Monty Python). Συλλογική ονομασία της ομάδας κωμικών ηθοποιών και σεναριογράφων που αποτελούσαν οι Βρετανοί Τζον Κλιζ (John Cleese, 1939 ), Ερικ Αϊντλ (Eric Idle, 1943 ), Μάικλ Πάλιν (Michael Palin, 1943 ), Τέρι Τζόουνς (Terry Jones, 1942 ) και… …   Dictionary of Greek

  • Ντέι-Λιούις, Ντάνιελ — (Daniel Day Lewis, Λονδίνο 1958 –). Βρετανός ηθοποιός. Με σπουδές στο Bristol Arts Center, εμφανίσιμος και με μεγάλη θεατρική προϋπηρεσία ο Λ. ήταν ο ιδανικός ανερχόμενος σταρ για το εμπορικό αλλά και καλλιτεχνικό Χόλιγουντ που πάντοτε ζητά… …   Dictionary of Greek

  • Πομπήιος — I Όνομα ρωμαϊκής οικογένειας πληβείων με τρεις διαφορετικούς κλάδους. Το 141 π.Χ. η οικογένεια έγινε «ευγενής». 1. Γναίος Πομπήιος Στράβων. Στρατηγός, που ως ύπατος έκανε επιτυχή εκστρατεία στον Κοινωνικό ή Συμμαχικό Πόλεμο. Ψήφισε τον Πομπήιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”